- τραχηλιώ
- (I)-όω, Μυψώνω τον τράχηλό μου με καμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού τραχηλιῶ, -άω, κατά τα συνηρημένα σε -όω / -ῶ].————————(II)-άω, ΜΑ1. σηκώνω τον τράχηλό μου με έπαρση2. μτφ. επαίρομαι3. είμαι σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. γαυρ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.