τραχηλιώ

τραχηλιώ
(I)
-όω, Μ
υψώνω τον τράχηλό μου με καμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού τραχηλιῶ, -άω, κατά τα συνηρημένα σε -όω / -].
————————
(II)
-άω, ΜΑ
1. σηκώνω τον τράχηλό μου με έπαρση
2. μτφ. επαίρομαι
3. είμαι σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. γαυρ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραχηλιῶ — τραχηλίζω bend fut ind act 1st sg (attic epic doric) τραχηλιάω arch the neck proudly. pres imperat mp 2nd sg τραχηλιάω arch the neck proudly. pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τραχηλιάω arch the neck proudly. pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιάζω — Μ [τράχηλος] τραχηλιῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”